- κλακέτα
- η1. μικρό μουσικό όργανο που αποτελείται συνήθως από δύο ή περισσότερα ξύλινα πλακίδια τα οποία κρουόμενα παράγουν ήχο2. κινημ. μικρή διάταξη αποτελούμενη από μια ξύλινη πλακέτα με κινητό βραχίονα, η οποία χρησιμοποιείται κατά το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών3. στον πληθ. οι κλακέτεςείδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές χτυπούν ρυθμικά στο πάτωμα τις μύτες και τα τακούνια τών υποδημάτων τους που είναι οπλισμένα με μεταλλικά πλακίδια ώστε να παίζουν ρόλο κρουστών οργάνων παράγοντας έναν χαρακτηριστικό ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. claquette].
Dictionary of Greek. 2013.